- ναυτοφυλακή
- ηχώρος περιορισμού στην ξηρά ή πάνω σε πλοίο, όπου εκτίουν τήν ποινή τους ναύτες που καταδικάστηκαν στο ναυτοδικείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek